- οὐλοβόρος
- οὐλοβόροςwith deadly bitemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλοβόρος — οὐλοβόρος, ον (Α) αυτός που έχει θανατηφόρο δήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
οὐλοβόροις — οὐλοβόρος with deadly bite masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)